Ίσκρα

Ίσκρα
(Iskra). Ρωσική επαναστατική εφημερίδα (ίσκρα στα ρωσικά σημαίνει σπίθα) την οποία ίδρυσε ο Λένιν το 1900. Σκοπός της εφημερίδας ήταν να βοηθήσει ιδεολογικά και οργανωτικά τους Ρώσους σοσιαλδημοκράτες και να συντονίσει τη δραστηριότητα των διαφόρων τοπικών σοσιαλδημοκρατικών οργανώσεων και ομάδων. Το πρώτο φύλλο της Ί. τυπώθηκε στη Λειψία και από το 1901 άρχισε να κυκλοφορεί κάθε δεκαπέντε μέρες με μέσο αριθμό αντιτύπων 8.000. Τόσο η έκδοσή της όσο και η διακίνησή της στο εσωτερικό της Ρωσίας γίνονταν παράνομα. Μετά την παραίτηση του Λένιν από τη συντακτική επιτροπή (1903), η Ί. έγινε όργανο των μενσεβίκων, της μειοψηφούσας ομάδας του ρωσικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Η έκδοσή της σταμάτησε το 1905.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ισκέρ ή Ίσκρα — (Iskur). Ποταμός (368 χλμ.) της Βουλγαρίας, παραπόταμος του Δούναβη. Οι Βυζαντινοί τον ονόμαζαν Οίσμο. Πηγάζει από τα βουνά της Ρίλας. Κατά τη ροή του διασχίζει τα λεκανοπέδια του Σαμοκόφ και της Σόφιας, περνά από τη Στάρα Πλάνινα (Αίμος), από το …   Dictionary of Greek

  • Λένιν — (Lenin, Σιμπίρσκ 1870 – Γκόρκι, Μόσχα 1924). Ψευδώνυμο του Ρώσου επαναστάτη, θεωρητικού του κομουνισμού, ιδρυτή του μπολσεβικισμού και της Σοβιετικής Ένωσης Βλαντιμίρ Ίλιτς Ουλιάνοφ (Vladimir Ilich Ulianov). Τα νεανικά και φοιτητικά χρόνια του Λ …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Κισινιόφ ή Κισνόβιο — (Chisinau). Πόλη (711.700 κάτ.) και πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Μολδαβίας. Είναι χτισμένη στον ποταμό Μπικ, παραπόταμο του Δνείστερου, και αποτελεί το κύριο βιομηχανικό κέντρο της Μολδαβίας. Το 1821 ιδρύθηκε εκεί το πρώτο υφαντουργείο και το… …   Dictionary of Greek

  • Κρούπσκαγια, Ναντέζντα Κονσταντίνοβνα — (Nadezhda Konstantinovna Krupskaya, Αγία Πετρούπολη 1869 – Μόσχα 1939). Ρωσίδα κομουνίστρια, σύζυγος του Λένιν. Είχε ενεργό συμμετοχή στο ρωσικό επαναστατικό κίνημα και αργότερα πρωτοστάτησε στην υιοθέτηση του συστήματος της λαϊκής παιδείας. Η Κ …   Dictionary of Greek

  • Μάρτοφ Λ — (Martov L., Κωνσταντινούπολη 1873 – Βερολίνο 1923). Ψευδώνυμο του Ρώσου πολιτικού Γιούλι Οσίποβιτς Τσεντερμπάουμ (Iouli Ossipovitch Tsederbaum. Ενώ φοιτούσε ακόμα στην Αγία Πετρούπολη, έλαβε μέρος σε διάφορες επαναστατικές δραστηριότητες, για τις …   Dictionary of Greek

  • Στάλιν, Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς — (ψευδώνυμο του Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι). Σοβιετικός πολιτικός (Γκόρι, Γεωργία 1879 Μόσχα 1953). Αφού τον απέβαλαν το 1899 από την ιερατική σχολή εξαιτίας της συμμετοχής του σε μια πατριωτική και σοσιαλιστική οργάνωση, ο Σ. αφοσιώθηκε σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”