Ισκέρ ή Ίσκρα — (Iskur). Ποταμός (368 χλμ.) της Βουλγαρίας, παραπόταμος του Δούναβη. Οι Βυζαντινοί τον ονόμαζαν Οίσμο. Πηγάζει από τα βουνά της Ρίλας. Κατά τη ροή του διασχίζει τα λεκανοπέδια του Σαμοκόφ και της Σόφιας, περνά από τη Στάρα Πλάνινα (Αίμος), από το … Dictionary of Greek
Λένιν — (Lenin, Σιμπίρσκ 1870 – Γκόρκι, Μόσχα 1924). Ψευδώνυμο του Ρώσου επαναστάτη, θεωρητικού του κομουνισμού, ιδρυτή του μπολσεβικισμού και της Σοβιετικής Ένωσης Βλαντιμίρ Ίλιτς Ουλιάνοφ (Vladimir Ilich Ulianov). Τα νεανικά και φοιτητικά χρόνια του Λ … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek
Κισινιόφ ή Κισνόβιο — (Chisinau). Πόλη (711.700 κάτ.) και πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Μολδαβίας. Είναι χτισμένη στον ποταμό Μπικ, παραπόταμο του Δνείστερου, και αποτελεί το κύριο βιομηχανικό κέντρο της Μολδαβίας. Το 1821 ιδρύθηκε εκεί το πρώτο υφαντουργείο και το… … Dictionary of Greek
Κρούπσκαγια, Ναντέζντα Κονσταντίνοβνα — (Nadezhda Konstantinovna Krupskaya, Αγία Πετρούπολη 1869 – Μόσχα 1939). Ρωσίδα κομουνίστρια, σύζυγος του Λένιν. Είχε ενεργό συμμετοχή στο ρωσικό επαναστατικό κίνημα και αργότερα πρωτοστάτησε στην υιοθέτηση του συστήματος της λαϊκής παιδείας. Η Κ … Dictionary of Greek
Μάρτοφ Λ — (Martov L., Κωνσταντινούπολη 1873 – Βερολίνο 1923). Ψευδώνυμο του Ρώσου πολιτικού Γιούλι Οσίποβιτς Τσεντερμπάουμ (Iouli Ossipovitch Tsederbaum. Ενώ φοιτούσε ακόμα στην Αγία Πετρούπολη, έλαβε μέρος σε διάφορες επαναστατικές δραστηριότητες, για τις … Dictionary of Greek
Στάλιν, Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς — (ψευδώνυμο του Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι). Σοβιετικός πολιτικός (Γκόρι, Γεωργία 1879 Μόσχα 1953). Αφού τον απέβαλαν το 1899 από την ιερατική σχολή εξαιτίας της συμμετοχής του σε μια πατριωτική και σοσιαλιστική οργάνωση, ο Σ. αφοσιώθηκε σε … Dictionary of Greek